πενταφυής

πενταφυής
πεντα-φῠής, ές,
A of five-fold nature : five,

ὄνυχες AP7.383

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πενταφυής — ές, Α αυτός που έχει πενταπλή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι φυής] …   Dictionary of Greek

  • πενταφυεῖς — πενταφυής of five fold nature masc/fem acc pl πενταφυής of five fold nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”